- πεδέχω
- πεδέχω, [dialect] Aeol. for μετέχω, Alc., Sapph. (v.μετέχω, Pi.Pae.4.37 : [tense] aor. inf.A
πεδασχεῖν Id.Fr.27
; also [dialect] Dor., Abh.Berl.Akad.1925(5).21 ([place name] Cyrene).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεδασχεῖν Id.Fr.27
; also [dialect] Dor., Abh.Berl.Akad.1925(5).21 ([place name] Cyrene).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεδέχω — Α (αιολ. τ.) βλ. μετέχω … Dictionary of Greek
Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
μετέχω — (ΑΜ μετέχω, Α και μετίσχω και αιολ. τ. πεδέχω) έχω μερίδιο σε κάτι, είμαι μέτοχος, έχω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους, συμμετέχω (α. «ἶσον τῶν ἀγαθῶν τῶν τε κακῶν μετέχειν», Ηρόδ. β. «ξὺν σοὶ μετεῑχον τῶν ἴσων», Σοφ.) | νεοελλ. έχω μέσα μου,… … Dictionary of Greek